παυσίνοσος

Revision as of 12:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

English (LSJ)

ον,

   A curing sickness, ib.3.900.

German (Pape)

[Seite 538] Krankheit stillend oder heilend, ἄκεσις, Ep. ad. (App. 234).

Greek (Liddell-Scott)

παυσίνοσος: -ον, ὁ καταπαύων τὴν νόσον, Ἀνθ. Π. παράρτ. 234.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui guérit la maladie.
Étymologie: παύω, νόσος.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που καταπαύει, που θεραπεύει νόσο, θεραπευτικός («τὸν εὑράμενον παυσινόσους ἀκέσεις», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος, < θ. παυσ(ι)- του παύω (πρβλ. παῦσις) + νόσος.