παλινδρομής

Revision as of 12:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)

English (LSJ)

ές,

   A = παλίνδρομος, ἐς ταὐτά Aret.SA2.9.

German (Pape)

[Seite 450] ές, zurückfallend, in eine Krankheit, Aret.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλινδρομής: -ές, = παλίνδρομος, Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 9.

Greek Monolingual

παλινδρομής, -ές (Α)
παλίνδρομος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -δρομής (< δρόμος)].