παλινδρομής
English (LSJ)
ές,
A = παλίνδρομος, ἐς ταὐτά Aret.SA2.9.
German (Pape)
[Seite 450] ές, zurückfallend, in eine Krankheit, Aret.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλινδρομής: -ές, = παλίνδρομος, Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 9.
Greek Monolingual
παλινδρομής, -ές (Α)
παλίνδρομος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -δρομής (< δρόμος)].