πάλημα

Revision as of 12:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)

English (LSJ)

[πᾰ], ατος, τό, = foreg.,

   A π. ὀρόβοιο Nic.Al.551.

German (Pape)

[Seite 447] τό, seines, durchgesiebtes Mehl; μυλοεργὲς ὀρόβοιο, Nic. Al. 551; Poll. 7, 21.

Greek (Liddell-Scott)

πάλημα: τό, = πάλη, τὸ λεπτότατον τοῦ ἀλεύρου, Νικ. Ἀλεξιφ. 551.

Greek Monolingual

πάλημα, τὸ (Α)
πολύ λεπτοκοσκινισμένο αλεύρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλη (II) + κατάλ. -ημα (πρβλ. παιπάλη: παιπάλημα)].