περιάνθιο

Revision as of 12:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το
βοτ. το σύνολο τών πετάλων και τών σέπαλων ενός άνθους, ο ρόλος τών οποίων είναι να προστατεύουν τα αναπτυσσόμενα αναπαραγωγικά όργανα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. perianth < περι- + άνθος. Η λ., στον λόγιο τ. περιάνθιον, μαρτυρείται από το 1852 στον Θ. Γ. Ορφανίδη].