χυμευτικός
English (LSJ)
ή, όν
A concerning alchemy, βιβλος Zos.Alch.p.220B. (χυμ-), Olymp.Alch.p.80B. (χημ-) ; [βιβλία] Suid. s.v. ζώσιμος (χειμ-).
ή, όν
A concerning alchemy, βιβλος Zos.Alch.p.220B. (χυμ-), Olymp.Alch.p.80B. (χημ-) ; [βιβλία] Suid. s.v. ζώσιμος (χειμ-).