ὁλόβραχυς

Revision as of 12:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)

English (LSJ)

υ,

   A consisting only of short syllables, πυρρίχιος Anecd.Stud.1.224.

Greek (Liddell-Scott)

ὁλόβραχυς: ὁ, ὁ ἐκ βραχεῶν μόνον συλλαβῶν συνιστάμενος, ὁλοβράχει ὄντι τῷ πυῥῥιχίῳ Ἀνώνυμ. γραμμ. παρὰ Nauck. ἐν Λεξ. Vindob. σ. 256.

Greek Monolingual

ὁλόβραχυς, -υ (Α)
αυτός που συνίσταται μόνο από βραχείες συλλαβές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)- + βραχύς.