Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
το / ποκάριον, ΝΜΑνεοελλ.1. το σύνολο του ερίου από την κουρά προβάτου, ο πόκος2. όγκος ερίουμσν.-αρχ.μικρή ποσότητα ερίου.[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. του τ. πόκαι (βλ. λ. πόκος), πρβλ. μυκην. poka = πόκη].