πόρθημα

Revision as of 12:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

English (LSJ)

ατος, τό, = sq., Plu. Sull. 16 (pl.).

German (Pape)

[Seite 683] τό, das Zerstörte, Plut. Sull. 16.

Greek (Liddell-Scott)

πόρθημα: τό, = τῷ ἑπομ., Πλουτ. Σύλλ. 16.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
dévastation, ruine, pillage.
Étymologie: πορθέω.

Greek Monolingual

τὸ, Α πορθώ
1. εκπόρθηση πόλης
2. λεηλασία, λαφυραγωγία.