πεντάβραχυς

Revision as of 12:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

English (LSJ)

(sc. πούς), ὁ,

   A foot consisting of five short syllables, Choerob.in Heph.p.247C.

Greek (Liddell-Scott)

πεντάβρᾰχυς: (ἐξυπακ. πούς), ποὺς συνιστάμενος ἐκ πέντε βραχειῶν συλλαβῶν, Τζέτζ. ἐν Ἀνεκδ. Ὀξ. 3. 314.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
(μετρ.) πόδας ο οποίος σύγκειται από πέντε συνεχόμενες βραχείες συλλαβές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + βραχύς.