πλατυκέφαλος

Revision as of 12:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

English (LSJ)

ον,

   A flat-headed, Apollod.Poliorc.146.7, al., Olymp. Hist.p.459 D.    II a venomous beast or reptile, Philum.Ven. 32.2.

German (Pape)

[Seite 627] breitköpfig, Phot. bibl.

Greek (Liddell-Scott)

πλᾰτῠκέφᾰλος: -ον, ὁ ἔχων πλατεῖαν κεφαλήν, Ἀρχ. Μαθ. 17.

Greek Monolingual

-η, -ο / πλατυκέφαλος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που έχει πλατύ κεφάλι, ο πλατσουκοκέφαλος
2. είδος ιοβόλου ζώου ή ερπετού
νεοελλ.
αυτός που πάσχει από πλατυκεφαλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ- + -κέφαλος (< κεφαλή)].