ποινῆτις

Revision as of 12:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

English (LSJ)

ιδος, ἡ,

   A avenging, AP7.745.5 (Antip. Sid.).

Greek (Liddell-Scott)

ποινῆτις: -ιδος, ἡ, ἡ ἐκδικουμένη, τιμωροῦσα, Ἀνθ. Π. 7. 745.

French (Bailly abrégé)

ιδος
adj. f. de ποινητήρ.

Greek Monolingual

-ήτιδος, ἡ, Α
αυτή που εκδικείται, που τιμωρεί, η εκδικήτρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποινῶμαι + επίθημα -τις (πρβλ. κυβερνῆ-τις)].