ὀφιοπρόσωπος

Revision as of 12:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)

English (LSJ)

ον,

   A with serpent face, dub. cj. in Sch. Veron. Verg.A.7.341.

German (Pape)

[Seite 426] mit einem Schlangengesicht, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὀφιοπρόσωπος: -ον, ὁ ἔχων πρόσωπον ὄφεως, Asper εἰς Οὐεργίλ. σ. 52 Mai.

Greek Monolingual

ὀφιοπρόσωπος, -ον (Α)
(αμφβλ. γρφ.) αυτός που έχει πρόσωπο φιδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄφις, -ιος + πρόσωπον.