νυκτόναρ: τό, ὄναρ τῆς νυκτός, Θ. Στουδ. 602C.
νυκτόναρ, τὸ (Μ)όνειρο της νύχτας.[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + ὄναρ.