ον, = sq. 1, Nonn.D. 9.255.
νοόπλαγκτος: -ον, = τῷ ἑπομ. Ι, Νόνν. Διον. 9. 255.
νοόπλαγκτος, -ον (Α)νοοπλανής.[ΕΤΥΜΟΛ. < νόος / νοῦς + πλαγκτός (< πλάζω «περιπλανιέμαι»), πρβλ. θαλασσό-πλαγκτος, ουρανό-πλαγκτος].