νοόπλαγκτος

Revision as of 12:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

English (LSJ)

ον, = sq. 1, Nonn.D. 9.255.

Greek (Liddell-Scott)

νοόπλαγκτος: -ον, = τῷ ἑπομ. Ι, Νόνν. Διον. 9. 255.

Greek Monolingual

νοόπλαγκτος, -ον (Α)
νοοπλανής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόος / νοῦς + πλαγκτός (< πλάζω «περιπλανιέμαι»), πρβλ. θαλασσό-πλαγκτος, ουρανό-πλαγκτος].