άδος, ἡ,
A = βαλλωτή, Ps.-Dsc.3.103.
νωθράς, -άδος, ἡ (Α)το φυτό βαλλωτή.[ΕΤΥΜΟΛ. < νωθρός + επίθημα -άς. Το φυτό ονομάστηκε έτσι λόγω της φαινομενικής ακινησίας τών κλάδων του (πρβλ. νωθουρίς)].