νωχελία

Revision as of 12:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

English (LSJ)

Ep. νωχελίη, ἡ,

   A laziness, sluggishness, βραδυτῆτί τε νωχελίῃ τε Il.19.411, cf. Orph.Fr.286, Vett.Val.2.6 (pl.), Iamb.VP15.65 :—also νωχέλεια, Orib.Fr.58, Hsch.

German (Pape)

[Seite 274] ἡ, = νωχέλεια; Hom. vrbdt Il. 19, 411 βραδττῆτί τε νωχελίῃ τε.

Greek (Liddell-Scott)

νωχελία: Ἐπικ. τύπος τοῦ νωχέλεια, ὃ ἴδε.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
lenteur, nonchalance.
Étymologie: νωχελής.

Greek Monolingual

νωχελία, επικ. τ. νωχελίη, ἡ (Α)
βλ. νωχέλεια.