ξεδοντιάρης
Greek Monolingual
-α, -ικο, θηλ. και ξεδοντού
αυτός που δεν έχει καθόλου ή εν μέρει δόντια, φαφούτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξεδοντιάζω + κατάλ. -άρης (πρβλ. αναστεν-άρης)].
-α, -ικο, θηλ. και ξεδοντού
αυτός που δεν έχει καθόλου ή εν μέρει δόντια, φαφούτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξεδοντιάζω + κατάλ. -άρης (πρβλ. αναστεν-άρης)].