ξενοτρόφος

Revision as of 12:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

German (Pape)

[Seite 278] Gastfreunde, Fremde ernährend, Miethssoldaten haltend, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

ξενοτρόφος: ὁ τρέφων ξένους, διατηρῶν ξενικὸν στρατὸν μισθοφόρων, ἐκ τοῦ Θησ. Στεφάνου.

Greek Monolingual

ξενοτρόφος, -ον (ΑΜ)
μσν.
αυτός που περιποιείται τους ξένους
αρχ.
αυτός που διατηρεί ξένα μισθοφορικά στρατεύματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. κτηνο-τρόφος)].