και ξενοπλανεμένος, -η, -ο1. αυτός που απατήθηκε, που ξεγελάστηκε από ξένους2. αυτός που περιπλανήθηκε σε ξένες χώρες («ζητούσε του Οδυσσέα τη σύγκλινη του ξενοπλανημένου», Εφταλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + πλανώμαι / πλανιέμαι].