ξενοπλανημένος

Revision as of 12:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και ξενοπλανεμένος, -η, -ο
1. αυτός που απατήθηκε, που ξεγελάστηκε από ξένους
2. αυτός που περιπλανήθηκε σε ξένες χώρες («ζητούσε του Οδυσσέα τη σύγκλινη του ξενοπλανημένου», Εφταλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + πλανώμαι / πλανιέμαι].