ξενόρρυγχος

Revision as of 12:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο
ζωολ. γένος πελαγόμορφων πτηνών της οικογένειας ciconiidae, χαρακτηριστικός πελαργός της Αμερικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. xenorhynchus < ξένος + ρύγχος].