ξεφωνητό
Greek Monolingual
το
1. ισχυρή και παρατεταμένη φωνή, κραυγή
2. οιμωγή, θρήνος
3. έντονη αποδοκιμασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξεφωνώ + κατάλ. -ητό (πρβλ. κυνηγ-ητό)].
το
1. ισχυρή και παρατεταμένη φωνή, κραυγή
2. οιμωγή, θρήνος
3. έντονη αποδοκιμασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξεφωνώ + κατάλ. -ητό (πρβλ. κυνηγ-ητό)].