ξυλομυρσίνη

Revision as of 12:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

English (LSJ)

ἡ,

   A = μυρσίνη ἀγρία, v.l. in Dsc.4.144.

Greek Monolingual

ξυλομυρσίνη, ἡ (Α)
το φυτό μυρσίνη η αγρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + μυρσίνη.