ὀγδοηκονταέτης

Revision as of 12:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)

German (Pape)

[Seite 290] u. zsgzgn ὀγδοηκοντούτης, achtzigjährig; Solon.; Luc. Hermot. 77; ὀγδωκονταέτης Diotim. 6 (VII, 733).

Greek Monolingual

-ές (Α ιων. τ. ὀγδοηκονταετής, -ές)
βλ. ογδοηκοντούτης.