οἰνοδόχος

Revision as of 12:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)

English (LSJ)

ον,

   A containing wine, ibid.,EM247.2 : as Subst., cupbearer, LXXTo.1.22(v.l.).

Greek Monolingual

οἰνοδόχος, -ον (Α)
1. αυτός που περιέχει κρασί
2. το αρσ. ως ουσ. οἰνοδόχος
οινοχόος, κεραστής (ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + -δόχος (< δέχομαι), πρβλ. καπνο-δόχος].