ψιά
English (LSJ)
ἡ,
A = χαρά, γελοίασμα, παίγνια, Hsch: hence ψῐάζω, Dor. ψιάδδω, play, sport, τοὶ δὴ παρ' Εὐρώταν ψιάδδοντι Ar.Lys.1302 (lyr.); ψιάδδειν· παίζειν, Hsch. (Prob. shortd. forms of ἑψία, ἑψιάομαι, qq. v.)
ἡ,
A = χαρά, γελοίασμα, παίγνια, Hsch: hence ψῐάζω, Dor. ψιάδδω, play, sport, τοὶ δὴ παρ' Εὐρώταν ψιάδδοντι Ar.Lys.1302 (lyr.); ψιάδδειν· παίζειν, Hsch. (Prob. shortd. forms of ἑψία, ἑψιάομαι, qq. v.)