ὀλιγαῦλαξ

Revision as of 12:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)

English (LSJ)

ᾰκος, ὁ, ἡ,

   A having but little arable land, AP6.226 (Leon., ὀλιγόλαυξ cod.Pal. ; ὀλιγῶλαξ (Dor.) Brunck).

German (Pape)

[Seite 320] ακος, = ὀλιγῶλαξ, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλῐγαῦλαξ: -ᾰκος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ὀλίγην μόνην ἀρόσιμον γῆν, Ἀνθ. Π. 6. 226, Παλατ. Κῶδ. ὀλιγόλαυξ· ὁ Brunck παραδέχεται τὸν Δωρ. τύπον ὀλιγῶλαξ.

French (Bailly abrégé)

ακος (ὁ, ἡ)
qui n’a que peu de terre arable.
Étymologie: ὀλίγος, αὖλαξ.

Greek Monolingual

ὀλιγαῡλαξ, -ακος και ὀλιγόλαυξ και δωρ. τ. ὀλιγῶλαξ, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που περιλαμβάνει μικρή μόνο έκταση καλλιεργήσιμης γης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + αὖλαξ (πρβλ. πολυ-αύλαξ)].