ὀλιγόκαρπος

Revision as of 12:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)

English (LSJ)

ον,

   A bearing little fruit, Thphr.CP2.11.10, D.H.1.37, Ath.Med. ap. Orib.inc.7.4.

German (Pape)

[Seite 320] mit wenigen Früchten, D. H. 1, 29.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλῐγόκαρπος: -ον, ὁ παράγων ὀλίγον καρπόν, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 11, 10, Διον. Ἁλ. 1. 37.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὀλιγόκαρπος, -ον)
αυτός που παράγει λίγους καρπούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ολιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + καρπός].