ολμοβόλο

Revision as of 12:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το
είδος πυροβόλου μεγάλης καμπύλης τροχιάς, που εκτοξεύει όλμους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < όλμος + -βόλο (< βάλλω), πρβλ. οβιδο-βόλο. Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στον Κ. Παπαρρηγόπουλο].