ὀλιγόκλαδος

Revision as of 12:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)

English (LSJ)

ον,

   A with few branches, Thphr.HP1.5.1.

German (Pape)

[Seite 320] mit wenigen Zweigen, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλῐγόκλᾰδος: -ον, ὁ ἔχων ὀλίγους κλάδους, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 5, 1.

Greek Monolingual

και λιγόκλαδος, -η, -ο (Α ὀλιγόκλαδος, -ον)
αυτός που έχει λίγα κλαδιά
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο ολιγόκλαδος
ζωολ. θαλασσόβιο σκουλήκι, στροβιλιστικό, με επίμηκες, πλατύ και διαφανές σώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + κλάδος.