ὀκτωκαίδεκα
English (LSJ)
οἱ, αἱ, τά, indecl.,
A eighteen, Hdt.2.111, etc.
German (Pape)
[Seite 317] achtzehn; Her. 2, 111, Plat. Legg. II, 666 a u. sonst.
Greek (Liddell-Scott)
ὀκτωκαίδεκα: οἱ, αἱ, τά, ἄκλιτον, δεκαοκτώ, Ἡρόδ. 2. 111, κτλ.
French (Bailly abrégé)
numéral indécl.
dix-huit.
Étymologie: ὀκτώ, καί, δέκα.
Greek Monolingual
ὀκτωκαίδεκα, οἱ, αἱ, τὰ (Α)
άκλ. δεκαοκτώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτώ + καὶ + δέκα.