-η, -οαυτός που δεν έχει ψυχική δύναμη, δειλός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ολιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -καρδος (< καρδιά). Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στον Αθ. Σακελλάριο].