ψυχαγωγικός
English (LSJ)
ή, όν,
A attractive, persuasive, ἔστι δὲ . . -κώτατον ἡ τραγῳδία Pl.Min.321a; ψυχαγωγικὸν ἡ ὄψις, ἀτεχνότατον δέ Arist.Po.1450b17.
ή, όν,
A attractive, persuasive, ἔστι δὲ . . -κώτατον ἡ τραγῳδία Pl.Min.321a; ψυχαγωγικὸν ἡ ὄψις, ἀτεχνότατον δέ Arist.Po.1450b17.