-ές (ΑΜ ὁλοτελής, -ές)πλήρης, τέλειος, εντελής. επίρρ...ολοτελώς (ΑΜ ὁλοτελῶς)καθ' ολοκληρίαν, εντελώς.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)- + -τελής (< τέλος), πρβλ. νεο-τελής].