ονισκοειδή

Revision as of 12:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

τα
ζωολ. υπόταξη καρκινοειδών ισοπόδων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. oniscoidea (< ὀνίσκος + -ειδής). Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στο περιοδικό Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως].