ες,
A v. ὀποειδής.
[Seite 364] ες, = ὀποειδής, Theophr.
ὀπώδης: -ες, ἴδε ἐν λ. ὀποειδής.
-ες (Α ὀπώδης, -ῶδες) οπόςαυτός που έχει άφθονο χυμόαρχ.γαλακτώδης.