οπτιμιστής
Greek Monolingual
ο, θηλ. -ίστρια
1. οπαδός του οπτιμισμού
2. αισιόδοξος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. optimiste < λατ. optimum «άριστο» + -iste].
ο, θηλ. -ίστρια
1. οπαδός του οπτιμισμού
2. αισιόδοξος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. optimiste < λατ. optimum «άριστο» + -iste].