ὀρθώνυμος, -ον (Α)αυτός που έχει ορθό όνομα, αυτός που ονομάζεται ή ονομάστηκε ορθά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + -ώνυμος (< όνυμα, αιολ. τ. του όνομα), πρβλ. κακ-ώνυμος. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].