ὀσιρίτης

Revision as of 12:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)

English (LSJ)

[ρῑ], ου, ὁ, Egypt.

   A = κυνοκεφάλιον, Apionap.Plin.HN30.18.

Greek (Liddell-Scott)

ὀσῑρίτης: ὁ Αἰγύπτιον ὄνομα τοῦ φυτοῦ κυνοκεφάλιον, cynocephalia, Ἀπίων παρὰ Πλίν. 30, 6.

Greek Monolingual

ὀσιρίτης, ὁ (Α) (αιγυπτ. λ.) το φυτό κυνοκεφάλιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. αιγυπτιακής προέλευσης].