ἡ, a herb,
A = σύμφυτον, Hippiatr.66.
ὀστεοκόλλος, ὁ (Μ)είδος φυτού, το σύμφυτον.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + -κολλος (< κόλλα)].