οστεορραφία

Revision as of 12:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
ιατρ. σύνδεση τμημάτων σπασμένου οστού με μεταλλικό σύρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + -ρραφία < -ρράφος < ραφή < ράπτω), πρβλ. αρτηριο-ρραφία. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στον Ιούλιο Γαλβάνη].