ὀτρυντικός

Revision as of 12:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)

English (LSJ)

ή, όν,

   A stirring up, rousing, Eust.831.29.

German (Pape)

[Seite 405] antreibend, ermunternd, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

ὀτρυντικός: -ή, -όν, ὁ παροτρύνων, διεγείρων, διεγερτικός, Εὐστ. 831. 29.

Greek Monolingual

ὀτρυντικός, -ή, -όν (Μ) ο τρύνω
αυτός που παρορμά, που παροτρύνει, που διεγείρει.