οὔνης

Revision as of 12:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)

English (LSJ)

κλέπτης, κλεπτῶν συνηφαρεία (sic), Hsch. οὔνιος· εὖνις, δρομεύς, κλέπτης, Id. οὔνομα, οὐνομάζω, etc.,

   A v. ὄνομα, ὀνομάζω, etc. οὖνον· ὑγιές. Κύπριοι δρόμον, Id.

Greek (Liddell-Scott)

οὔνης: «κλέπτης» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

οὔνης (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «κλέπτης, κλεπτῶν συνηφαρεία».
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. ούνει].