ὀφελής

Revision as of 12:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)

English (LSJ)

ές,

   A advantageous, POxy.237 viii 15 (ii A. D.).

Greek Monolingual

ὀφελής, -ές (Α)
επωφελής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφέλλω (ΙΙ), επίθ. σχηματισμένο μτγν. πιθ. κατ' αποκοπή από τα σύνθ. σε -ωφελής (< ὄφελος)].