πάζιον

Revision as of 12:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)

English (LSJ)

τό, a gem, Hsch., Cyr.

Greek Monolingual

πάζιον, τὸ (Α)
είδος πολύτιμου λίθου, το τοπάζι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του τοπάζιον που παραδίδεται από τον Ησύχιο (πρβλ. ταβάσιος, βάσιον)].