παγγόνατον

Revision as of 12:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)

English (LSJ)

τό,

   A = βήχιον 1, Ps.-Dsc.3.112.

Greek Monolingual

παγγόνατον, το (Α)
φαρμακευτικό φυτό που ανακουφίζει από τον βήχα, το βήχιον.