παλικινησία

Revision as of 12:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
ιατρ. συνεχής επανάληψη της ίδιας κίνησης, όπως συμβαίνει στις ψυχοκινητικές κρίσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. palikinesie (< πάλι + κίνηση)].