παλιμβληθείς

Revision as of 12:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)

English (LSJ)

εῖσα, έν,

   A ricochetting, βέλος Ruf.Interrog.60.

Greek Monolingual

παλιμβληθείς, -εῑσα, -έν (Α)
(για βέλος) αυτός που ρίχθηκε εκ νέου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. παθ. αορ. ενός αμάρτυρου ρ. παλιμβάλλω].