παλινσκοπιά

Revision as of 12:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)

English (LSJ)

ἡ,

   A looking back again, -σκοπιὰν ἔχομεν E.Or.1262 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 450] ἡ, das Zurückspähen, Conj. Porsons in Eur. Or. 1264.

French (Bailly abrégé)

ᾶς (ἡ) :
regard en arrière ; acc. adv. • παλινσκοπιάν en sens opposé.
Étymologie: πάλιν, σκοπέω.

Greek Monolingual

παλινσκοπιά, ἡ (Α)
1. το να βλέπει κανείς προς τα πίσω
2. (η αιτ. ως επίρρ.) παλινσκοπιάν
με το βλέμμα προς τα πίσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + σκοπιά.