πανθοινία

Revision as of 12:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)

English (LSJ)

ἡ,

   A a high festival, Ael.NA2.57, 5.54.

German (Pape)

[Seite 460] ἡ, vollkommner, stattlicher od. allgemeiner Schmaus, vgl. Schol. Ar. Vesp. 999; Ael. H. A. 2, 57 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πανθοινία: ἡ, μεγάλη, τελεία εὐωχία, πανδαισία, Αἰλ. π. Ζ. 2. 57., 5. 54, κλ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
grand repas, festin.
Étymologie: πᾶν, θοίνη.

Greek Monolingual

ή, Α πάνθοινος
πλουσιοπάροχο συμπόσιο, μεγαλοπρεπής ευωχία.