παιων-τίς, παιων-τός,
A v. πηκτή, -τίς, -τός.
πακτά: -τίς, -τός, Δωρ. ἀντὶ πηκτή, -τίς, -τός.
πακτά (Α)(δωρ. τ.) βλ. πηκτή.